- λιπόπαις
- λῐπό-παις, παιδος, ὁ, ἡ,A childless, found in neut. pl.,
λέχη λιπόπαιδα Man.4.584
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέχη λιπόπαιδα Man.4.584
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόπαις — λιπόπαις, παιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά του ή αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) + παῖς, παιδός] … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek